χάσμα — yawning chasm neut nom/voc/acc sg χάσμᾱ , χάσμη yawning fem nom/voc/acc dual χάσμᾱ , χάσμη yawning fem nom/voc sg (doric aeolic) χάσμᾱ , χασμάω pres imperat act 2nd sg χάσμᾱ , χασμάω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάσμα — χάσμα, το ατος 1. ρήγμα γης, βάραθρο, γκρεμός. 2. κάθε κενό από διακοπή συνέχειας. 3. φρ., «χάσμα νόμου», παράλειψη ρύθμισης από το νόμο ορισμένης σχέσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χάσμα — ατος, το, ΝΜΑ 1. ρήγμα γης, βάραθρο (α. «το χάσμα π άνοιξ ο σεισμός κι ευθύς εγιόμισ άνθη», Σολωμ. β. «υποθαλάσσιο χάσμα» γ. «Ταρτάρου γὰρ ὤφελεν ἐλθεῑν Κιθαιρὼν εἰς ἄβυσσα χάσματα», Ευρ.) 2. κάθε ευρύ άνοιγμα (α. «η πληγή του παρουσίαζε μεγάλο… … Dictionary of Greek
χασμάτων — χάσμα yawning chasm neut gen pl χασμά̱των , χασμάω pres imperat act 3rd pl χασμά̱των , χασμάω pres imperat act 3rd dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάσμ' — χάσμα , χάσμα yawning chasm neut nom/voc/acc sg χάσμαι , χάσμη yawning fem nom/voc pl χάσμᾱͅ , χάσμη yawning fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάσμας — χάσμᾱς , χάσμη yawning fem acc pl χάσμᾱς , χάσμη yawning fem gen sg (doric aeolic) χάσμᾱς , χασμάω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάσμασι — χάσμα yawning chasm neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάσμασιν — χάσμα yawning chasm neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάσματα — χάσμα yawning chasm neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάσματι — χάσμα yawning chasm neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)